- παραλληλογράφος
- οόργανο για τη χάραξη παράλληλων γραμμών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραλληλογράφος — ο όργανο κατάλληλο για τη χάραξη παράλληλων ευθειών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος + γράφος*] … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
παραλληλογραφικός — ή, ό [παραλληλογράφος] φρ. «παραλληλογραφικός κανόνας» μαθημ. όργανο που αποτελείται από σύστημα τροχίσκων που τού επιτρέπει την παράλληλη μετατόπιση και το οποίο χρησιμοποιείται για τη χάραξη παράλληλων ευθειών … Dictionary of Greek